Leggi in: Greco |
Leggi in: |
ΤΟ ΑΛΦΑΔΙ
Στις
δύο
Νοεμβρίου,
κάθε χρόνο,
συνήθεια
είναι
|
Καθώς
αυτές οι
σκέψεις μου
περνούσανε
απ’ το μυαλό,
|
Αν
ήμουν
ζωντανός,
αμέσως θα ’φευγα,
|
Ανελιπώς,
αυτή τη μέρα,
κάθε χρόνο,
|
Τι
είναι ετούτο,
ξαφνικά, που
φαίνετ’ εκεί
πέρα;
|
«Τι
περιμένεις,
το λοιπόν,
άχρηστε
αναιδέστατε,
|
Φέτος
είχα μια
περιπέτεια …
|
Μόνο
η φαντασία
μου δεν ήτανε.
ήτανε ο
Μαρκήσιος: |
«Μα
τι μας λες …
ξέρεις αυτή
τη βία τι να
τηνε κάνεις …
|
Τα
γεγονότα είν’
αυτά, ακούστε
τα:
|
Αυτός,
σίγουρα,
ήτανε ο κυρ
Τζενάρο …
|
Μα
τι θαρρείς
πως είσαι, ο
Θεός; |
«Εδώ
αναπαύεται ο
ευγενής
μαρκήσιος
|
Τώρα
πια είχαν
φτάσει δίπλα
μου,
|
«Γουρούνι
ελεεινό! … Πώς
και τολμάς |
Ο
θυρεός με την
κορώνα στην
κορυφή …
|
«Θα
ήθελα να μάθω
από σας,
σκουλήκι
ελεεινό, |
«Μα
τι μου τσαμπουνάς
εδώ,
Χριστούγεννα,
Πάσχα και
Επιφάνεια!!!
|
Δίπλ’
ακριβώς στον
τάφο του
σπουδαίου
αυτού
|
Η
τάξη είναι
τάξη, και
πρέπει να
είναι σεβαστή,
|
Κι
ο βασιλιάς κι
ο δικαστής
και κάθε
άνθρωπος
μεγάλος, |
Και
πάνω απ’ το
σταυρό μόλις
διαβάζονταν:
|
Δεν
είναι
δυνατόν πια
να υπομένω |
Γι’
αυτό, άκου τι
θα σου πω … το
δύσκολο μην
κάνεις,
|
Μα
έτσι είναι η
ζωή!
Σκεφτόμουνα … |
«Κύριε
Μαρκήσιε, δεν
φταίω εγώ, |
Antonio De Curtis |