O Περικλής γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Ξανθίππου και της Αγαρίστης, η οποία ανήκε στο αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. H οικογένειά του ήταν ευκατάστατη, με σημαντική ακίνητη περιουσία στον Χολαργό, και ο Περικλής έλαβε καλή μόρφωση και συναναστράφηκε τους σοφούς της εποχής του. Ως πολιτικός συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην εδραίωση της δημοκρατίας στην Αθήνα και στην ανάπτυξη της αθηναϊκής αυτοκρατορίας και κατέστησε την πόλη του πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας. Επί των ημερών του η Αθήνα έφθασε στον κολοφώνα της δόξας της, και δίκαια η περίοδος αυτή της ιστορίας της ονομάστηκε «χρυσούς αιών του Περικλέους».
Το 472 βρίσκουμε τον Περικλή χορηγό της τριλογίας του Αισχύλου από την οποία σώζονται οι Πέρσες.
Ο Περικλής υποστήριζε τον ηγέτη των δημοκρατικών Εφιάλτη και είναι πιθανό ότι τον διαδέχθηκε στην ηγεσία της παράταξης μετά τη δολοφονία του το 461. Εισήγαγε πολλές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο αθηναϊκό πολίτευμα και κατέστησε την Αθήνα ηγέτιδα μεγάλης συμμαχίας πολλών ελληνικών πόλεων, οι οποίες είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν ετησίως χρηματική εισφορά στο κοινό ταμείο, το οποίο μεταφέρθηκε από τη Δήλο στην Αθήνα. Τα επιτεύγματα αυτά οδήγησαν την Αθήνα σε μεγάλη οικονομική άνθηση, η οποία επέτρεψε στον Περικλή να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την ανέγερση του περικαλλούς Παρθενώνα και των άλλων κτιρίων στην Ακρόπολη.
Λόγω των έργων αυτών ο Περικλής κατηγορήθηκε για σπατάλη αλλά και για ανηθικότητα, επειδή δαπανούσε χρήματα της συμμαχίας για να εξωραΐσει την Αθήνα. Ο Περικλής απάντησε ότι οι σύμμαχοι πλήρωναν για την άμυνά τους και ότι εφόσον αυτή ήταν εξασφαλισμένη η Αθήνα δεν είχε την υποχρέωση να λογοδοτεί για τον τρόπο με τον οποίο δαπανούσε τα χρήματα. Αποτέλεσμα ήταν ο κατήγορος του Περικλή, ονόματι Θουκυδίδης (άλλος από τον ιστορικό), να καταδικαστεί σε δεκαετή εξορία.
Με την ίδια αποτελεσματικότητα αντιμετώπισε ο Περικλής και τις δυσαρέσκειες που για παρόμοιους λόγους εκδηλώθηκαν εκ μέρους των συμμάχων και που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησαν σε εξεγέρσεις κατά της αθηναϊκής κυριαρχίας.
Παρ' ότι ο Περικλής είχε φθάσει στο σημείο να θεωρείται αναντικατάστατος από τους συμπολίτες του, ουδέποτε έγινε απόλυτος άρχων της Αθήνας: η δημοκρατία, από τη στιγμή που εδραιώθηκε, ουδέποτε παραχωρούσε απόλυτη εξουσία στους άρχοντές της.
Ο Περικλής ήταν βαθιά αφοσιωμένος στην πολιτική αποστολή του και εργαζόταν σκληρά γι' αυτήν. Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα κτήματά του, ουδέποτε τον έβλεπαν στον δρόμο παρά όταν κατευθυνόταν προς κάποια δημόσια υπηρεσία και είχε θεαθεί μόνο μία φορά σε κοινωνική συναναστροφή, αλλά και τότε έφυγε νωρίς.
Ο Περικλής παντρεύτηκε λίγο προτού συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια αλλά χώρισε ύστερα από δέκα χρόνια γάμου. Πλησίαζε τα πενήντα όταν πήρε στο σπίτι του για να ζήσει μαζί της την Ασπασία από τη Μίλητο, η οποία φαίνεται ότι ήταν έξυπνη, γοητευτική και από καλή οικογένεια. H συμπεριφορά του απέναντί της έφερνε στην Αθήνα πρωτοφανείς εικόνες, όπως η συνήθειά του να τη φιλάει όταν έφευγε από το σπίτι και όταν επέστρεφε.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος δημιούργησε δυσαρέσκειες στα
διάφορα κοινωνικά στρώματα, τις οποίες επέτεινε ο λοιμός. Το δεύτερο έτος του
πολέμου ο Περικλής αντιμετώπισε σφοδρές επικρίσεις για την κατάσταση,
συκοφαντήθηκε, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο.
Γρήγορα ωστόσο αποκαταστάθηκε και ξαναπήρε στα χέρια του τα ηνία της πολεμικής
προσπάθειας. Δεν έζησε όμως για πολύ ακόμη. Ο τρομερός λοιμός που αποδεκάτιζε
τους Αθηναίους δεν έκανε διάκριση ούτε απέναντι σε αυτόν τον πραγματικά μεγάλο
άνδρα. Το 429, τρίτο έτος του πολέμου, ο Περικλής έπαψε να υπάρχει.
O Κλέων υπήρξε ο πρώτος προβεβλημένος εκπρόσωπος της εμπορικής τάξης στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή και το όνομά του έχει ταυτιστεί με την έννοια δημαγωγός. Ανέλαβε ηγετικό πολιτικό αξίωμα στην αθηναϊκή δημοκρατία το 429 π.X., μετά τον θάνατο του πολιτικού του αντιπάλου Περικλή.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Κλέων υποστήριζε πεισματικά την επιθετική στρατηγική και εναντιωνόταν στις προσπάθειες για ειρήνευση. Το 427, όταν αποκαλύφθηκε το σχέδιο εξέγερσης των Μυτιληναίων με σκοπό την αποστασία τους από την αθηναϊκή συμμαχία, ο Κλέων πρότεινε ως τιμωρία να θανατωθούν όλοι οι άνδρες της Μυτιλήνης και τα γυναικόπαιδα να γίνουν δούλοι. H πρότασή του αυτή εγκρίθηκε αρχικά αλλά την άλλη ημέρα ανακλήθηκε και τροποποιήθηκε επί το επιεικέστερον: θανατώθηκαν μόνο τα περίπου 1.000 άτομα που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την αποτυχούσα συνωμοσία.
Ο Κλέων έφθασε στο απόγειο της φήμης του το 425, όταν νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες που βρίσκονταν στην πολιορκούμενη νήσο Σφακτηρία, κοντά στην Πύλο, αφού είχε απορρίψει τους όρους σπαρτιατικής πρότασης για ειρήνη.
Το τέλος του ήλθε στη Βόρεια Ελλάδα όπου ο Κλέων είχε μεταβεί ηγούμενος εκστρατευτικού σώματος με τον σκοπό να ανακτήσει τις πόλεις που ο σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας είχε αποσπάσει από την αθηναϊκή συμμαχία. Εκεί, έξω από την Αμφίπολη, ο Κλέων σκοτώθηκε, μάλλον άδοξα, αν κρίνουμε από την περιγραφή του Θουκυδίδη.
Ο Θουκυδίδης αλλά και ο Αριστοφάνης, στις κωμωδίες του,
παρουσιάζουν τον Κλέωνα με διόλου κολακευτικά λόγια, αλλά κανένας από τους δύο
δεν μπορεί να θεωρηθεί απροκατάληπτος.
O Αρχίδαμος B' ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από το 469 περίπου. Μέλος του οίκου των Ευρυπωντιδών (μιας από τις δύο βασιλικές οικογένειες της Σπάρτης), καθώς ο πατέρας του είχε πεθάνει, διαδέχθηκε στον θρόνο τον πάππο του Λεωτυχίδα όταν αυτός αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Τεγέα.
Οταν οι είλωτες (είδος δουλοπαροίκων) της Μεσσηνίας εξεγέρθηκαν εναντίον των σπαρτιατών κυρίων τους ύστερα από έναν ισχυρό σεισμό το 464, ο Αρχίδαμος οργάνωσε αποτελεσματικά την άμυνα της Σπάρτης και έσωσε την πόλη, που ήταν ήδη κατεστραμμένη από τον σεισμό. Επιπλέον κατά τον Τρίτο Μεσσηνιακό Πόλεμο (464-455) καθυπέταξε τους Μεσσηνίους που βρήκαν την ευκαιρία να αποστατήσουν από τη Σπάρτη.
Ωστόσο τα επόμενα 30 χρόνια όλες τις επιχειρήσεις του σπαρτιατικού στρατού τις διοικούν μέλη του άλλου βασιλικού οίκου, των Αγιαδών, και δεν υπάρχει μνεία των δραστηριοτήτων του Αρχίδαμου παρά όταν φθάνουμε στην περίοδο λίγο πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Τότε, το 432, ο Αρχίδαμος παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως μια ξεχωριστή φιλειρηνική φωνή μέσα στην πολεμοχαρή ομοφωνία της πελοποννησιακής συμμαχίας. Ακόμη και μετά τη λήψη θετικής απόφασης για την κήρυξη πολέμου ο Αρχίδαμος συνιστά στους Πελοποννησίους να περιμένουν. H φιλοπόλεμη μερίδα όμως επιμένει. Στην τελική ψηφοφορία επί του ζητήματος ο Αρχίδαμος ηττάται και επικρατεί η πρόταση του εφόρου Σθενελαΐδα που ζητεί την άμεση έναρξη του πολέμου, ο οποίος πράγματι ξεσπάει έναν χρόνο αργότερα, το 431.
Παρά τη φιλειρηνική στάση του πριν από την έκρηξη του πολέμου, μετά την έναρξή του και όσο βρισκόταν στη ζωή ο Αρχίδαμος έπραξε το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα του. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού κατά τις εισβολές του στην Αττική το 431, το 430 και το 428, καθώς και κατά την εκστρατεία εναντίον των Πλαταιών το 429. H περίοδος των πρώτων δέκα χρόνων του πολέμου φέρει το όνομά του: αρχιδάμειος πόλεμος.
Τον Αρχίδαμο διαδέχθηκαν στον θρόνο της Σπάρτης οι γιοι
του Αγις B' και Αγησίλαος B'. H κόρη του Κυνίσκα ήταν η πρώτη γυναίκα που νίκησε
σε αρματοδρομία στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
O στρατηγός Βρασίδας θεωρείται γενικά ο μοναδικός ιδιοφυής στρατιωτικός ηγέτης τον οποίο έχει να επιδείξει η Σπάρτη κατά την περίοδο των δέκα πρώτων χρόνων του Πελοποννησιακού Πολέμου, τον λεγόμενο αρχιδάμειο πόλεμο. Με την ευφράδεια και την προσωπική γοητεία του, ιδιότητες ασυνήθιστες για Σπαρτιάτη, και μάλιστα στρατιωτικό, ο Βρασίδας κέρδισε τον θαυμασμό πολλών από τους συμμάχους της Αθήνας υποβοηθώντας έτσι τις αποστασίες τους προς την πλευρά της Σπάρτης και προετοιμάζοντας το έδαφος για τις εξεγέρσεις άλλων αργότερα, μετά την αποτυχία της αθηναϊκής εκστρατείας κατά των Συρακουσών της Σικελίας.
Ο Βρασίδας διακρίθηκε για πρώτη φορά στη μάχη το 431, όταν έσπευσε στη Μεθώνη της Μεσσηνίας και την έσωσε από τους Αθηναίους που την πολιορκούσαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Συνέχισε τη δράση του στη Ναύπακτο, στον Πειραιά, στην Κέρκυρα και το 424 ματαίωσε επίθεση των Αθηναίων κατά των Μεγάρων.
Αμέσως μετά ο Βρασίδας ξεκίνησε να διασπάσει την αθηναϊκή αυτοκρατορία στη Βόρεια Ελλάδα. Κατά την εκστρατεία του εκεί κατέλαβε διάφορες πόλεις, όπως την Ακανθο, τη Στάγειρο και τη σημαντικότατη αθηναϊκή αποικία Αμφίπολη. Την άνοιξη του 423 η Αθήνα και η Σπάρτη συνήψαν ανακωχή αλλά ο Βρασίδας αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Σκιώνη και λίγο αργότερα κατέλαβε τη Μένδη.
Τον Απρίλιο του 422 η ανακωχή έληξε και οι Αθηναίοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα υπό τον Κλέωνα να ανακαταλάβει τις πρώην κτήσεις τους στη Βόρεια Ελλάδα τις οποίες τους είχε αφαιρέσει ο Βρασίδας. Με τους επιδέξιους χειρισμούς του ο Βρασίδας συνέτριψε την αθηναϊκή δύναμη στην Αμφίπολη, όπου όμως σκοτώθηκε και ο ίδιος, όπως και ο αντίπαλός του Κλέων.
Αξιοσημείωτη είναι η επιμονή του Βρασίδα να τονίζει προς τους κατοίκους των πόλεων της αθηναϊκής συμμαχίας ότι πήγαινε ως ελευθερωτής τους και ότι δεν είχε άλλη πρόθεση παρά να τους σώσει από τον αθηναϊκό ζυγό. Οι διαβεβαιώσεις αυτές έβρισκαν ανταπόκριση τουλάχιστον σε ορισμένα στρώματα του πληθυσμού τα οποία λαχταρούσαν να απαλλαγούν από την οικονομική αφαίμαξη που εφήρμοζε εις βάρος τους η Αθήνα.
H πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να περιβάλλεται ο Βρασίδας με αισθήματα συμπάθειας από τους πληθυσμούς των πόλεων που κατακτούσε. Χαρακτηριστική απόδειξη αυτών των αισθημάτων ήταν οι τιμές που δαψίλευσαν οι κάτοικοι της Αμφίπολης στον σπαρτιάτη στρατηγό μετά τον θάνατό του λίγο έξω από την πόλη τους. Τον ενταφίασαν στην αγορά, δηλαδή στο κέντρο της πόλης, περιβάλλοντάς τον με τιμές ήρωα, τον ανακήρυξαν οικιστή της πόλης και θέσπισαν προς τιμήν του την εορτή των Βρασιδείων.
Αλλά και στην πατρίδα του, τη Σπάρτη, τιμήθηκε ιδιαίτερα ο Βρασίδας. Θεσπίστηκε και εκεί εορτή των Βρασιδείων και ανεγέρθηκε κενοτάφιό του κοντά στο θέατρο της πόλης.
O Πελοποννησιακός Πόλεμος κράτησε είκοσι επτά χρόνια, από το 431 ως το 404 π.X. Επικεφαλής των παρατάξεων που συγκρούστηκαν ήταν οι δύο κορυφαίες πόλεις-κράτη της Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη· τις ακολουθούσαν συμμαχίες όπου ανήκαν όλες σχεδόν οι πόλεις-κράτη του ελληνικού κόσμου, ο οποίος έτσι βρέθηκε κυριολεκτικά διαιρεμένος στα δύο. Τον πόλεμο περιέγραψε ο μεγάλος αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (περίπου 460-400 π.X.), ο οποίος όχι μόνο τον έζησε αλλά και πήρε μέρος σε αυτόν.
H Αθηναϊκή Συμμαχία, η οποία στην πραγματικότητα ήταν αυτοκρατορία, εκτεινόταν στα περισσότερα από τα νησιωτικά και παράλια κράτη των βόρειων και ανατολικών ακτών του Αιγαίου πελάγους. H Σπάρτη ήταν επικεφαλής συμμαχίας ανεξαρτήτων κρατών στην οποία περιλαμβάνονταν οι περισσότερες δυνάμεις της ενδοχώρας της Πελοποννήσου και της Κεντρικής Ελλάδας, καθώς και η Κόρινθος, που ήταν ναυτική δύναμη.
Κατά τον Θουκυδίδη η κυριότερη αιτία του πολέμου ήταν η ανησυχία της Σπάρτης απέναντι στην επεκτεινόμενη επιρροή της Αθήνας στον ελληνικό κόσμο.
H φύση των δύο συμμαχιών καθόριζε και τον συσχετισμό των δυνάμεων. Ετσι η Αθήνα διέθετε το ισχυρότερο ναυτικό και η Σπάρτη τον ισχυρότερο στρατό. Ακόμη, η Αθήνα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη από οικονομική άποψη, χάρη στα πολεμικά αποθεματικά που είχε σωρεύσει από τις εισφορές των μελών της αυτοκρατορίας της.
H Αθήνα και η Σπάρτη είχαν πολεμήσει μεταξύ τους και στο παρελθόν, πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το 445 π.X. είχαν συνάψει συνθήκη ειρήνης, τις Τριακονταετείς Σπονδές. Τα χρόνια που ακολούθησαν ωστόσο η ειρήνη δεν ήταν ακύμαντη, και όταν είχαν συμπληρωθεί μόλις δώδεκα από τα τριάντα που προέβλεπε η συνθήκη, τα σύννεφα στις σχέσεις των δύο συνασπισμών πύκνωσαν επικίνδυνα.
Το 433 π.X. η Κόρινθος βρέθηκε σε σύγκρουση με την πρώην αποικία της Κέρκυρα, η οποία ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας. H Αθήνα ανταποκρίθηκε. H συμπεριφορά της σε αυτή την περίπτωση, αλλά και σε άλλες που ακολούθησαν, θεωρήθηκε ότι παραβιάζει κατάφωρα τη συνθήκη ειρήνης. H Σπάρτη και οι σύμμαχοί της κατηγόρησαν την Αθήνα για απρόκλητη επίθεση και απείλησαν με πόλεμο. Με συμβουλή του Περικλή η Αθήνα αρνήθηκε να υποχωρήσει. Οι διπλωματικές προσπάθειες για τη διευθέτηση των προβλημάτων, όπως και οι συστάσεις του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου B' για εφεκτική στάση δεν απέδωσαν. Και ο πόλεμος άρχισε.
Απόπειρα κατά των Πλαταιών
Οι Σπαρτιάτες ζητούν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών για το αν πρέπει ή όχι να εμπλακούν σε πόλεμο με τους Αθηναίους
Το επεισόδιο που σήμανε την έναρξη του πολέμου το αφηγείται ο Θουκυδίδης με περισσή ζωντάνια και παραστατικότητα, έχοντας δηλώσει ρητώς στην αρχή του σχετικού βιβλίου της Συγγραφής του: «Αρχεται δε ο πόλεμος ενθένδε». Με οδηγό αυτή την περιγραφή τα πράγματα συνέβησαν ως εξής:
Στις αρχές της άνοιξης του 431, νωρίς κάποια νύχτα, καμιά τριακοσαριά οπλισμένοι Θηβαίοι μπήκαν κρυφά στις Πλαταιές της Βοιωτίας, που ήταν πόλη σύμμαχος των Αθηναίων. Τους είχαν καλέσει και τους άνοιξαν τις πύλες μερικοί Πλαταιείς οι οποίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν αρκετή δύναμη ώστε να μπορέσουν να σκοτώσουν όσους από τους συμπολίτες τους ήταν αντίπαλοί τους και να παραδώσουν την πόλη τους στους Θηβαίους. Οι Πλαταιές τηρούσαν πάντα εχθρική στάση απέναντι στη Θήβα, σύμμαχο της Σπάρτης, γι' αυτό οι Θηβαίοι, που είχαν προβλέψει ότι θα γίνει ο πόλεμος, ήθελαν να τις καταλάβουν έγκαιρα όσο ήταν ακόμη ειρήνη και ο πόλεμος δεν είχε ξεσπάσει φανερά, πράγμα άλλωστε που εξηγεί και το γιατί οι τριακόσιοι είχαν με τόση ευκολία κατορθώσει να μπουν κρυφά, καθώς δεν είχαν ακόμη τοποθετηθεί φρουρές.
Μπήκαν λοιπόν οι Θηβαίοι και στρατοπέδευσαν στην αγορά. Δεν τους έπεισαν όμως αυτοί που τους είχαν φέρει να κατευθυνθούν αμέσως στα σπίτια των εχθρών τους και να κάνουν τη δουλειά για την οποία είχαν έρθει. Προτίμησαν να δείξουν φιλική συμπεριφορά και να δοκιμάσουν τον δρόμο του συμβιβασμού, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο η πόλη θα τους παραδινόταν ευκολότερα. Ετσι έστειλαν κήρυκες να διαλαλήσουν ότι όσοι Πλαταιείς ήθελαν, σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες συνήθειες όλων των Βοιωτών, να συμμαχήσουν μαζί τους, μπορούσαν να πάρουν θέση δίπλα τους.
Οι Πλαταιείς, μέσα στα σπίτια τους, πάνω στο πρωτοΰπνι καθώς τα άκουσαν αυτά, τρομοκρατήθηκαν. Νύχτα καθώς ήταν δεν μπορούσαν να διακρίνουν πόσο μικρός ήταν ο αριθμός των Θηβαίων που είχαν μπει κρυφά και νόμισαν ότι η πόλη τους είχε καταληφθεί αιφνιδιαστικά από πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Δέχτηκαν λοιπόν την πρόταση των εισβολέων και δεν αντέδρασαν. Οι Θηβαίοι άλλωστε δεν φέρονταν καθόλου εχθρικά.
H αντίδραση των Πλαταιέων
Κατά τις διαπραγματεύσεις όμως οι Πλαταιείς πρόσεξαν πόσο ολιγάριθμοι ήταν οι Θηβαίοι και σκέφτηκαν ότι αν τους ρίχνονταν, εύκολα θα τους νικούσαν. Αλλωστε στην πλειονότητά τους οι Πλαταιείς δεν ήθελαν να αποστατήσουν από τους Αθηναίους. Αποφάσισαν λοιπόν να δοκιμάσουν και άρχισαν να συγκεντρώνονται περνώντας μέσα από τρύπες που άνοιγαν στις μεσοτοιχίες των σπιτιών για να μη βγουν έξω και τους δουν, και στους δρόμους τοποθέτησαν άμαξες χωρίς ζώα για να είναι σαν τείχος και φρόντιζαν και οτιδήποτε άλλο τους φαινόταν πρόσφορο για την περίσταση.
Οταν τα πάντα ετοιμάστηκαν όσο γινόταν καλύτερα, οι Πλαταιείς βγήκαν από τα σπίτια τους και όρμησαν κατά των Θηβαίων. Ζύγισαν μάλιστα τη στιγμή, να είναι ακόμη νύχτα, η σκοτεινότερη ώρα της, ώστε οι αντίπαλοί τους να μην πάρουν θάρρος από το φως της ημέρας και εξισωθούν μαζί τους αλλά, μέσα στο σκοτάδι, να είναι περισσότερο φοβισμένοι και έτσι να μειονεκτούν έναντι των Πλαταιέων ως προς τη γνώση της πόλης. Τους ρίχτηκαν λοιπόν αμέσως και γρήγορα άρχισε η συμπλοκή.
Οι Θηβαίοι, μόλις αντιλήφθηκαν ότι είχαν εξαπατηθεί, συσπειρώθηκαν και βάλθηκαν να αποκρούουν τις επιθέσεις όπου εκδηλώνονταν. Τις απέκρουσαν δυο - τρεις φορές αλλά κατόπιν, καθώς οι Πλαταιείς ρίχνονταν καταπάνω τους με μεγάλη φασαρία, ενώ και οι γυναίκες από τα σπίτια, μαζί και οι υπηρέτες, με κραυγές και αλαλαγμούς τούς πετούσαν πέτρες και κεραμίδια, και καθώς η βροχή δυνάμωνε μέσα στη νύχτα, που κρατούσε ακόμη, γιατί ήταν η εποχή του έτους όπου αργούσε να ξημερώσει, οι Θηβαίοι φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια προς την πόλη. Μέσα στο σκοτάδι όμως και στη λάσπη και μην γνωρίζοντας οι περισσότεροι τα κατατόπια, ποιο σοκάκι να πάρουν για να σωθούν, ενώ οι διώκτες τους ήξεραν πώς να τους κόψουν τον δρόμο, σκοτώθηκαν ένα σωρό από δαύτους. Ακόμη κάποιος από τους Πλαταιείς είχε κλείσει τις πύλες από όπου είχαν μπει οι Θηβαίοι, τις μόνες ανοιχτές ως τότε, ώστε ούτε από εκεί μπορούσαν πια να διαφύγουν. Καταδιωκόμενοι μέσα στην πόλη μερικοί ανέβηκαν στα τείχη και ρίχτηκαν έξω στο κενό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι περισσότεροι. Μερικοί άλλοι έφτασαν κρυφά σε μια αφύλακτη πύλη και από εκεί, σπάζοντας τον μοχλό με το τσεκούρι που τους έδωσε μια γυναίκα, βγήκαν έξω, όχι όμως πολλοί, γιατί γρήγορα τους πήραν είδηση. Αλλοι πάλι χάθηκαν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί σε διάφορα σημεία της πόλης.
Οι περισσότεροι ωστόσο, που αποτελούσαν και το πιο συμπαγές τμήμα, χώθηκαν βιαστικά σε ένα μεγάλο κτίριο που ακουμπούσε πάνω στο τείχος. Οι πόρτες του που βρέθηκαν κοντά τους έτυχε να είναι ανοιχτές και αυτοί νόμισαν ότι ήταν πύλες του τείχους και ότι κατευθείαν μπροστά τους βρισκόταν δίοδος που οδηγούσε έξω από την πόλη. Βλέποντάς τους εγκλωβισμένους οι Πλαταιείς έκαναν σύσκεψη για να αποφασίσουν αν θα τους έκαιγαν έτσι όπως ήταν, βάζοντας φωτιά στο κτίριο, ή πώς αλλιώς να τους μεταχειριστούν. Στο τέλος όμως τόσο αυτοί όσο και οι άλλοι Θηβαίοι όσοι βρίσκονταν περιπλανώμενοι στην πόλη συμφώνησαν με τους Πλαταιείς να παραδοθούν μαζί με τα όπλα τους και εκείνοι να τους μεταχειριστούν όπως ήθελαν.
Το πρώτο έτος του πολέμου
Ο Περικλής εκφωνεί τον Επιτάφιο Λόγο του, στον οποίο εκθειάζει την Αθήνα ως την πόλη που αποτελεί πρότυπο για όλες τις άλλες
Λίγο μετά το επεισόδιο των Πλαταιών οι εχθροπραξίες πήραν τον κανονικό τους δρόμο. Στις αρχές του καλοκαιριού του 431 ο σπαρτιατικός στρατός υπό την ηγεσία του βασιλιά Αρχίδαμου B' εισέβαλε στην Αττική και επιδόθηκε στη συστηματική λεηλασία της. Από το όνομα του σπαρτιάτη βασιλιά η πρώτη φάση του πολέμου, που κράτησε δέκα χρόνια, ονομάστηκε αρχιδάμειος πόλεμος. Οι Σπαρτιάτες, αν και σάρωσαν μεγάλο μέρος της Αττικής, όπως το Θριάσιο Πεδίο, τις Αχαρνές, όλη την περιοχή ανάμεσα στην Πάρνηθα και στην Πεντέλη, δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν το φρούριο της Οινόης. Παράλληλα γύρω από τις Πλαταιές έγιναν λεηλασίες από τους Θηβαίους. Λίγο μετά τα μέσα του καλοκαιριού οι πελοποννησιακές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αττική.
Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, ακολούθησαν τη στρατηγική που υπέδειξε ο Περικλής: όλος ο πληθυσμός της Αττικής κατέφυγε και εγκαταστάθηκε μέσα στα τείχη της πόλης και ο αθηναϊκός στρατός απέφυγε να αναμετρηθεί με τον υπέρτερό του σπαρτιατικό σε μάχη εκ παρατάξεως. Παράλληλα οι Αθηναίοι, με τη συμμετοχή και των Κερκυραίων, επεδίωξαν να αξιοποιήσουν στο έπακρο την υπεροχή τους στο ναυτικό επιτιθέμενοι στα παράλια της πελοποννησιακής συμμαχίας και παρεμποδίζοντας τη ναυσιπλοΐα της. Εξαπέλυσαν επιθέσεις στην Ηλεία, στη Λοκρίδα, στην Εύβοια, αλλά δεν κατόρθωσαν να κυριεύσουν τη Μεθώνη. Κατέλαβαν ωστόσο την Αίγινα, έδιωξαν τους κατοίκους της και εγκατέστησαν στο νησί δικούς τους εποίκους, στους οποίους μοίρασαν τη γη. Το φθινόπωρο μεγάλη δύναμη της αθηναϊκής συμμαχίας πραγματοποίησε επιδρομή και λεηλασία στη Μεγαρίδα, την πρώτη από μια σειρά ανάλογες επιχειρήσεις που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μπήκε ο χειμώνας και λίγο προτού συμπληρωθεί το πρώτο έτος του πολέμου οι Αθηναίοι διοργάνωσαν μεγάλη επίσημη τελετή για την ταφή των νεκρών αυτής της πρώτης περιόδου. Στην τελετή αποφασίστηκε να μιλήσει ο Περικλής, ο οποίος, «επί βήμα υψηλόν πεποιημένον», λέει ο Θουκυδίδης, «ώστε ακούοιτο ως επί πλείστον του ομίλου», εξεφώνησε τον περίφημο Επιτάφιό του, το ανυπέρβλητο εγκώμιο της Αθήνας και του πολιτισμού της.
Ο λοιμός της Αθήνας
Το 430 ο Αρχίδαμος, επικεφαλής πελοποννησιακής δύναμης, πραγματοποιεί δεύτερη εισβολή στην Αττική, επιχείρηση που θα επαναληφθεί και άλλες φορές στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, υπό την ηγεσία του Περικλή, εκστρατεύουν στην Αργολίδα, όπου επιδίδονται σε λεηλασίες.
Το καλοκαίρι αυτού του χρόνου η Αθήνα υφίσταται βαρύτατο πλήγμα, το οποίο όμως δεν προερχόταν από τους αντιπάλους της: ήταν μια επιδημία, λοιμός, όπως τον λέει ο Θουκυδίδης, η οποία εκδηλώθηκε ξαφνικά και σάρωσε την πολυάνθρωπη πόλη προκαλώντας τον θάνατο μεγάλου μέρους του στρατού της αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης προσβλήθηκε από την αρρώστια αλλά γλίτωσε για να μας αφήσει μια ζωηρότατη και συγκλονιστική περιγραφή των ολέθριων συνεπειών της για τους Αθηναίους.
Ο φόβος του λοιμού ανάγκασε τον Αρχίδαμο και τις δυνάμεις του να εγκαταλείψουν την Αττική ύστερα από παραμονή 40 ημερών.
Το τρίτο έτος του πολέμου, το 429, έφερε στους Αθηναίους μια βαρύτατη απώλεια: πέθανε ο Περικλής, θύμα του λοιμού.
Εν τω μεταξύ οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν εναντίον αθηναϊκών βάσεων στη Δυτική Ελλάδα αλλά απωθήθηκαν. Γνώρισαν επίσης αποτυχίες στη θάλασσα.
Το 428 οι Σπαρτιάτες επιχείρησαν να βοηθήσουν τη Λέσβο, ισχυρή ναυτική δύναμη, κύκλοι της οποίας σχεδίαζαν να αποστατήσουν από την αθηναϊκή συμμαχία στην οποία ανήκαν. Οι Αθηναίοι όμως πληροφορήθηκαν αυτά τα σχέδια και έστειλαν στη Λέσβο δύναμη η οποία τα ματαίωσε. Αποφάσισαν επιπλέον, με πρόταση του δημαγωγού Κλέωνα, ως τιμωρία γι' αυτή την απόπειρα να θανατώσουν όλους τους μυτιληναίους άνδρες και να δουλώσουν τα γυναικόπαιδα. Την επομένη όμως αναθεώρησαν την απόφαση αυτή και θανάτωσαν μόνο όσους θεώρησαν υπαιτίους για το σχέδιο της αποστασίας, λίγο περισσότερους από χίλιους.
Την περίοδο που ο λοιμός ταλάνιζε την Αθήνα τα εγχειρήματα των Σπαρτιατών απέτυχαν όλα, με εξαίρεση την περίπτωση των Πλαταιών, που παραδόθηκαν το 427, ύστερα από πολιορκία.
Τα λίγα επόμενα χρόνια η Αθήνα πέρασε στην επίθεση. Το 425 η κατάσταση ήταν ζοφερή για τη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν στη Δυτική Ελλάδα αλλά και στην ίδια την Πελοπόννησο, όπου κατέλαβαν την Πύλο και υπό την ηγεσία του Κλέωνα νίκησαν τους Σπαρτιάτες στη Σφακτηρία και κυρίευσαν τη Μεθώνη. H Σπάρτη πρότεινε ειρήνη. Με εισήγηση του Κλέωνα οι Αθηναίοι απέρριψαν την πρόταση.
H εκστρατεία του Βρασίδα
Νέα τροπή στην κατάσταση ήρθε να δώσει η εκστρατεία του σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα στη Βόρεια Ελλάδα, όπου χάρη στις ενέργειές του οι συμμαχικές πόλεις της Αθήνας, όσες δεν κατέλαβε ο ίδιος, άρχισαν να αποστατούν η μία μετά την άλλη. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Αμφίπολη, στον ποταμό Στρυμόνα, αποικία των Αθηναίων, πολύτιμη γι' αυτούς λόγω των μεταλλείων της αλλά και της χρηματικής εισφοράς της στο ταμείο της συμμαχίας.
Εν όψει του επερχομένου Βρασίδα οι Αμφιπολίτες διχάστηκαν ως προς το τι έπρεπε να κάνουν: να παραδώσουν την πόλη ή να αντισταθούν. Την απόφαση των Αμφιπολιτών ήρθε να διευκολύνει ο ίδιος ο Βρασίδας, ο οποίος ανακοίνωσε ότι, αν η πόλη τού παραδινόταν, αυτός δεν επρόκειτο να βλάψει κανέναν από τους πολίτες της. Οσοι έμεναν θα διατηρούσαν τα δικαιώματά τους, όσοι πάλι ήθελαν να φύγουν ήταν ελεύθεροι να το κάνουν παίρνοντας μαζί τους και τα υπάρχοντά τους. H συμφωνία θα ίσχυε και για τους λιγοστούς Αθηναίους που βρίσκονταν στην πόλη. Ετσι η Αμφίπολη παραδόθηκε στους Λακεδαιμονίους.
H αντίδραση των Αθηναίων εκδηλώθηκε το 422, όταν ο Κλέων τούς έπεισε ότι έπρεπε να εκστρατεύσει στη Βόρεια Ελλάδα και ξεκίνησε έχοντας μαζί του 1.200 οπλίτες και 300 ιππείς Αθηναίους, «εκ δε των συμμάχων περισσοτέρους» λέει ο Θουκυδίδης, καθώς και 30 πλοία.
Στην εξιστόρηση της αναμέτρησης των δύο ανδρών ο Θουκυδίδης αφήνει να φανεί καθαρά η απέχθειά του για τον Κλέωνα. Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του.
H αναμέτρηση στην Αμφίπολη
Ο Βρασίδας είχε στρατοπεδεύσει σε ένα ύψωμα λίγο έξω από την πόλη, απ' όπου μπορούσε να παρακολουθεί όλες τις κινήσεις στο στρατόπεδο των Αθηναίων, απέναντί του, επίσης κοντά στην πόλη. Είχε συμπληρώσει τον στρατό που ήδη βρισκόταν στην Αμφίπολη με δυνάμεις από την περιοχή και έτσι διέθετε συνολικά 2.000 οπλίτες και 300 έλληνες ιππείς. Από αυτούς ο Βρασίδας είχε κρατήσει μαζί του μόνο 1.500, ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονταν στην Αμφίπολη υπό τις διαταγές άλλου σπαρτιάτη στρατηγού, του Κλεαρίδα.
Ο Κλέων έμεινε για λίγο χωρίς να κάνει τίποτε, ύστερα όμως αναγκάστηκε να κάνει αυτό που περίμενε ο Βρασίδας. Ο λόγος ήταν ότι οι στρατιώτες του βαριούνταν να κάθονται άπρακτοι και να αναρωτιούνται τι λογής διοικητής ήταν αυτός και ποια ασχετοσύνη και δειλία είχε να αντιτάξει σε ποια πείρα και παλικαριά. Αλλωστε δεν είχαν έρθει μαζί του πρόθυμα. Ο Κλέων αντιλήφθηκε τι γινόταν ανάμεσα στους στρατιώτες του και έδωσε διαταγή να σηκωθούν και να ξεκινήσουν. Ακολούθησε το ίδιο σύστημα όπως το επιτυχημένο της Πύλου που τον έκανε να πιστέψει ότι έχει σπουδαίο μυαλό.
Ανέβηκε λοιπόν ο Κλέων με τον στρατό του και στάθηκε πάνω σε έναν απότομο λόφο απέναντι από την Αμφίπολη και βάλθηκε να κοιτάζει τα βαλτόνερα του Στρυμόνα και πώς ήταν η θέση της πόλης προς τη μεριά της Θράκης. Νόμιζε ότι θα μπορούσε να φύγει από εκεί όποτε ήθελε χωρίς να δώσει μάχη επειδή κανένας δεν φαινόταν πάνω στα τείχη και κανένας δεν έβγαινε από τις πύλες, που ήταν όλες κλειστές.
Ο Βρασίδας, μόλις είδε τους Αθηναίους να κινάνε, κατέβηκε και αυτός από το ύψωμά του και μπήκε στην Αμφίπολη. Δεν επιχείρησε όμως έξοδο ούτε αντιτάχθηκε στους Αθηναίους. Φοβόταν για την προετοιμασία του και νόμιζε ότι οι δικοί του υπολείπονταν, όχι στον αριθμό (οι δύο στρατοί ήταν περίπου ισάριθμοι) αλλά στην αξιοσύνη (γιατί αυτοί του εκστρατευτικού σώματος ήταν γνήσιοι Αθηναίοι και οι ανώτεροι από τους Λήμνιους και τους Ιμβριους). Ετοιμαζόταν λοιπόν να επιτεθεί με κάποιο τέχνασμα γιατί πίστευε ότι, αν δεν έδειχνε στους αντιπάλους του πόσοι ήταν οι δικοί του και πόσο πρόχειρος ο οπλισμός τους, θα νικούσε ευκολότερα παρά αν τους φανέρωνε και προκαλούσε την περιφρόνηση με την εικόνα που παρουσίαζαν.
Διάλεξε λοιπόν ο Βρασίδας 150 οπλίτες, ανέθεσε τους υπολοίπους στον Κλεαρίδα και μελετούσε να επιτεθεί ξαφνικά προτού αποχωρήσουν οι Αθηναίοι γιατί δεν πίστευε ότι θα τους ξανάβρισκε μπροστά του έτσι ξεμοναχιασμένους αν τύχαινε να έρθουν οι ενισχύσεις τους. Υστερα συγκέντρωσε όλους τους στρατιώτες και τους έβγαλε λόγο ενθαρρύνοντάς τους και εξηγώντας τους το σχέδιό του, που ήταν να επιτεθεί πρώτα ο ίδιος με το τμήμα του, να φέρει σύγχυση στους Αθηναίους που δεν θα περίμεναν την επίθεση και κατόπιν από άλλες πύλες να εφορμήσει ο Κλεαρίδας με την υπόλοιπη δύναμη αιφνιδιάζοντας ακόμη περισσότερο τον αντίπαλο.
Εν τω μεταξύ ο Κλέων είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Βρασίδα στην Αμφίπολη και έδωσε στον στρατό του το σήμα της υποχώρησης μη θέλοντας να εμπλακεί σε μάχη προτού έρθουν ενισχύσεις. Νομίζοντας ότι είχε στη διάθεσή του τον απαιτούμενο χρόνο για την υποχώρηση διέταξε το αριστερό κέρας του στρατού του να αποσυρθεί πρώτο. Υστερα όμως, θεωρώντας ότι αυτή η κίνηση δεν γινόταν με την απαιτούμενη ταχύτητα, διέταξε και το δεξιό κέρας να υποχωρήσει αφήνοντας έτσι εκτεθειμένα τα πλευρά του.
Βλέποντας ο Βρασίδας τις ανάκατες κινήσεις των αντιπάλων του κατάλαβε ότι δεν τον περίμεναν και ότι άρα η στιγμή ήταν κατάλληλη. Διέταξε αμέσως να ανοιχθούν οι πύλες και επέπεσε ορμητικά κατά του κέντρου των Αθηναίων, οι οποίοι, τρομαγμένοι από την ίδια τους την αταξία και κατάπληκτοι από την τόλμη του Βρασίδα, ετράπησαν σε φυγή. Τότε, όπως το είχαν πει, βγήκε και ο Κλεαρίδας από άλλες πύλες μαζί με τους δικούς του και όρμησαν κατά των αντιπάλων τους και τους αποτελείωσαν.
H Νικίειος Ειρήνη
Κατά τη διάρκεια της μάχης, που στάθηκε πανωλεθρία για τους Αθηναίους, σκοτώθηκαν και οι δύο στρατηγοί, ο Βρασίδας και ο Κλέων, οι οποίοι όσο ζούσαν εναντιώνονταν πεισματικά στην ιδέα της ειρήνης, για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Τώρα ο δρόμος είχε ανοίξει προς αυτή την κατεύθυνση και το 421 οι δύο αντίπαλοι συνήψαν ειρήνη, η οποία ονομάστηκε Νικίειος, από το όνομα του αθηναίου πολιτικού Νικία.
Ο πόλεμος όμως δεν είχε τελειώσει. Υστερα από έξι χρόνια ανήσυχης ειρήνης οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν για να διαρκέσουν άλλα 11 χρόνια και να καταλήξουν στη συντριβή της Αθήνας.
ΧΑΙΡΩΝΕΙΑ 338 π. Χ.
ΣΑΛΑΜΙΝΑ 480 π.X.
ΠΛΑΤΑΙΕΣ 431 π.X.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ 490 π.Χ.